χειροτονητής: Difference between revisions

(6_19)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=cheirotonitis
|Transliteration C=cheirotonitis
|Beta Code=xeirotonhth/s
|Beta Code=xeirotonhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">creator</b>, Gloss.</span>
|Definition=χειροτονητοῦ, ὁ, = Lat. [[creator]], ''Glossaria''.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χειροτονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125.
|lstext='''χειροτονητής''': -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ [[χειροτονῶ]]<br /><b>εκκλ.</b> [[κληρικός]] που χειροτονεί, που διενεργεί [[χειροτονία]].
}}
}}

Latest revision as of 09:37, 25 August 2023

English (LSJ)

χειροτονητοῦ, ὁ, = Lat. creator, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1347] ὁ, der seine Stimme abgiebt, der Wähler, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

χειροτονητής: -οῦ, ὁ, ὁ χειροτονῶν, ἐκλέγων, Ἰω. Δαμασκ. Ἐπιστ. πρὸς Θεόφιλ. περὶ Εἰκόν. σ. 125.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ χειροτονῶ
εκκλ. κληρικός που χειροτονεί, που διενεργεί χειροτονία.