κληρικός
Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.
English (LSJ)
κληρική, κληρικόν,
A concerning inheritances, τὰ κ. Harp.s.v. παρακαταβολή.
2 Astrol., of or according to the κλῆρος (A) 11.4, Vett.Val. 122.13. Adv. κληρικῶς Id.123.22.
3 Medic., dub. sens. in BKT3p.33 (v/vi A.D.).
II Subst. κληρικός, ὁ, cleric, Astramps.Orac. 66p.6H., Cod.Just.1.1.3.2 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 1450] 1) die Erbschaft betreffend, λόγοι Harpocr. v. παρακαταβολή. – 2) zur Geistlichkeit gehörig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κληρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληρονομίαν, λόγοι Ἁρποκρ. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὸν κλῆρον, Ἐκκλ.· κληρικός, ὁ, ἱερωμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8823, καὶ ἀλλαχοῦ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κληρικός, -ή, -όν) κλήρος
το αρσ. ως ουσ. ο κληρικός
γενική ονομασία της τάξης τών διακόνων, πρεσβυτέρων και επισκόπων, ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τους κοσμικούς, τους λαϊκούς
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλήρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κληρονομιά, κληρονομικός
2. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους αστρολογικούς κλήρους, δηλ. με μερικούς βαθμούς του ζωδιακού κύκλου που, όπως πιστευόταν, συνδέονται με πλανήτες και επιδρούν κατά τη γέννηση.