κληρικός
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
κληρική, κληρικόν,
A concerning inheritances, τὰ κ. Harp.s.v. παρακαταβολή.
2 Astrol., of or according to the κλῆρος (A) 11.4, Vett.Val. 122.13. Adv. κληρικῶς Id.123.22.
3 Medic., dub. sens. in BKT3p.33 (v/vi A.D.).
II Subst. κληρικός, ὁ, cleric, Astramps.Orac. 66p.6H., Cod.Just.1.1.3.2 (pl.), etc.
German (Pape)
[Seite 1450] 1) die Erbschaft betreffend, λόγοι Harpocr. v. παρακαταβολή. – 2) zur Geistlichkeit gehörig, K. S.
Greek (Liddell-Scott)
κληρικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς κληρονομίαν, λόγοι Ἁρποκρ. ΙΙ. ἀνήκων εἰς τὸν κλῆρον, Ἐκκλ.· κληρικός, ὁ, ἱερωμένος, Συλλ. Ἐπιγρ. 8823, καὶ ἀλλαχοῦ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM κληρικός, -ή, -όν) κλήρος
το αρσ. ως ουσ. ο κληρικός
γενική ονομασία της τάξης τών διακόνων, πρεσβυτέρων και επισκόπων, ιερωμένος, σε αντιδιαστολή με τους κοσμικούς, τους λαϊκούς
νεοελλ.-μσν.
εκκλ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κλήρο
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κληρονομιά, κληρονομικός
2. αυτός που γίνεται σύμφωνα με τους αστρολογικούς κλήρους, δηλ. με μερικούς βαθμούς του ζωδιακού κύκλου που, όπως πιστευόταν, συνδέονται με πλανήτες και επιδρούν κατά τη γέννηση.