νυκτώδης: Difference between revisions

(6_8)
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nyktodis
|Transliteration C=nyktodis
|Beta Code=nuktw/dhs
|Beta Code=nuktw/dhs
|Definition=ες, contr. for <b class="b3">νυκτοειδής</b>, <span class="bibl">Eust.1951.57</span>.
|Definition=νυκτῶδες, contr. for [[νυκτοειδής]], Eust.1951.57.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νυκτώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[νυκτοειδής]], Εὐστ. 195. 75.
|lstext='''νυκτώδης''': -ες, συνῃρ. ἀντὶ [[νυκτοειδής]], Εὐστ. 195. 75.
}}
{{grml
|mltxt=[[νυκτώδης]], -ῶδες (Μ) [[νυξ]]<br />[[σκοτεινός]] σαν τη [[νύχτα]], [[νυκτοειδής]].
}}
{{pape
|ptext=ες, = [[νυκτοειδής]], Eust.
}}
}}

Latest revision as of 06:30, 26 August 2023

English (LSJ)

νυκτῶδες, contr. for νυκτοειδής, Eust.1951.57.

Greek (Liddell-Scott)

νυκτώδης: -ες, συνῃρ. ἀντὶ νυκτοειδής, Εὐστ. 195. 75.

Greek Monolingual

νυκτώδης, -ῶδες (Μ) νυξ
σκοτεινός σαν τη νύχτα, νυκτοειδής.

German (Pape)

ες, = νυκτοειδής, Eust.