μουσόπνευστος: Difference between revisions

From LSJ

οὔτε σοφίας ἐνδείᾳ οὔτ' αἰσχύνης περιουσίᾳ → neither from lack of knowledge nor from superfluity of modesty

Source
(6_19)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $2$4]")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουσόπνευστος''': -ον, ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, [[μουσόληπτος]], Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 250Α.
|lstext='''μουσόπνευστος''': -ον, ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, [[μουσόληπτος]], Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 250Α.
}}
{{grml
|mltxt=[[μουσόπνευστος]], -ον (Α)<br />εμπνευσμένος από τις Μούσες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -[[πνευστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[πνέω]]), [[πρβλ]]. [[θεόπνευστος]]].
}}
}}

Latest revision as of 10:27, 10 May 2023

German (Pape)

[Seite 211] von den Musen begeistert, Greg. Naz.

Greek (Liddell-Scott)

μουσόπνευστος: -ον, ὑπὸ τῶν Μουσῶν ἐμπεπνευσμένος, μουσόληπτος, Γρηγ. Ναζ. τ. 2, σ. 250Α.

Greek Monolingual

μουσόπνευστος, -ον (Α)
εμπνευσμένος από τις Μούσες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -πνευστός (< πνέω), πρβλ. θεόπνευστος].