ὀρθάμπελος: Difference between revisions

(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=orthampelos
|Transliteration C=orthampelos
|Beta Code=o)rqa/mpelos
|Beta Code=o)rqa/mpelos
|Definition=ου, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">a vine growing without props</b>, <span class="bibl">Plin.<span class="title">HN</span>14.40</span>.</span>
|Definition=-ου, ἡ, [[a vine growing without props]], Plin.''HN''14.40.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀρθάμπελος''': ἡ, [[ἄμπελος]] φυομένη ὀρθία καὶ μὴ ἔχουσα χρείαν ὑποστηρίξεως, Πλίν. h. n. XIV, 40.
|lstext='''ὀρθάμπελος''': ἡ, [[ἄμπελος]] φυομένη ὀρθία καὶ μὴ ἔχουσα χρείαν ὑποστηρίξεως, Πλίν. h. n. XIV, 40.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὀρθάμπελος]], ἡ (Α)<br />[[άμπελος]] που φύεται όρθια και δεν χρειάζεται [[υποστήριγμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ορθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπελος]].
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

English (LSJ)

-ου, ἡ, a vine growing without props, Plin.HN14.40.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθάμπελος: ἡ, ἄμπελος φυομένη ὀρθία καὶ μὴ ἔχουσα χρείαν ὑποστηρίξεως, Πλίν. h. n. XIV, 40.

Greek Monolingual

ὀρθάμπελος, ἡ (Α)
άμπελος που φύεται όρθια και δεν χρειάζεται υποστήριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + ἄμπελος.