υποστήριγμα
From LSJ
Greek Monolingual
το /ὑποστήριγμα, -ίγματος, ΝΜΑ ὑποστηρίζω
καθετί που στηρίζει αποκάτω, υπόβαθρο
νεοελλ.
καθετί που υποβαστάζει, αντέρεισμα, αντηρίδα.
το /ὑποστήριγμα, -ίγματος, ΝΜΑ ὑποστηρίζω
καθετί που στηρίζει αποκάτω, υπόβαθρο
νεοελλ.
καθετί που υποβαστάζει, αντέρεισμα, αντηρίδα.