υποστήριγμα

From LSJ

αἵματος ῥυέντος ἐκχλοιοῦνται → when the blood runs, they turn pale

Source

Greek Monolingual

το /ὑποστήριγμα, -ίγματος, ΝΜΑ ὑποστηρίζω
καθετί που στηρίζει αποκάτω, υπόβαθρο
νεοελλ.
καθετί που υποβαστάζει, αντέρεισμα, αντηρίδα.