μαιήιος: Difference between revisions
From LSJ
οὐ καταισχυνῶ τὰ ὅπλα τὰ ἱερά → I will never bring reproach upon my hallowed arms
(6_16) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαιήιος''': -ον, = [[μαιευτικός]], Νόνν. Δ. 9. 167. | |lstext='''μαιήιος''': -ον, = [[μαιευτικός]], Νόνν. Δ. 9. 167. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μαιήϊος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[μαιευτικός]]<br /><b>2.</b> αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μαία]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ήϊος</i> ([[πρβλ]]. [[γαιήιος]], [[γενεθλήιος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:50, 24 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
μαιήιος: -ον, = μαιευτικός, Νόνν. Δ. 9. 167.
Greek Monolingual
μαιήϊος, -ον (Α)
1. μαιευτικός
2. αυτός που γεννήθηκε από τη Μαία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μαία + επίθημα -ήϊος (πρβλ. γαιήιος, γενεθλήιος)].