γαιήιος

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei

Menander, Monostichoi, 252

German (Pape)

[Seite 470] der Erde angehörig, adjectiv. zu γαῖα, Hom. einmal, Odyss. 7, 324 Τιτυὸν γαιήιον υἱόν, = τὸν τῆς γῆς υἱόν, den Sohn der Erde; Odyss. 11, 576 Τιτυὸν γαίης ἐρικυδέος υἱόν; vgl. Σθένελον Καπανήιον υἱόν Iliad. 5, 108, Σθένελος, Καπανῆος ἀγακλειτοῦ φίλος υἱός 2, 564, Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον Odyss. 3, 264, Γοργείην κεφαλὴν δεινοῖο πελώρου 11, 634. Mit Anspielung auf Homer Aenigm. 29 (XIV, 23) γαιήιος υἱός.

Spanish (DGE)

-α, -ον
• Alolema(s): γαίειος Anecd.Stud.1.267
1 hecho de tierra, que pertenece a la tierra, terrenal ὁ τύμβος ἔχει μελέων γαιήιον ἄχθος GVI 782.1 (II/III d.C.), βίου βροτέου γαιήια δεσμά Nonn.D.37.4, op. ‘divinoἀνήρ Nonn.Par.Eu.Io.3.31, cf. St.Byz.s.u. γῆ.
2 como epít. de Posidón nacido de Gea, hijo de la Tierra, Anecd.Stud.l.c., y de personajes míticos Γαιήιος υἱός de Titio Od.7.324, de Erecteo, Nonn.D.27.322
fig. de un plato de arcilla AP 14.23 (Anon.), cf. Γαίειος.

Greek Monolingual

γαιήιος. -η, -ον (Α)
1. αυτός που γεννήθηκε απ' τη γη
2. ο γήινος («βίου βροτέου γαιήια δεσμά·» — τα γήινα δεσμά της ανθρώπινης ζωής)
3. (κύρ. όν.) Γαιήιος ή Γαίειος
επίκληση του Ποσειδώνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαία (κατά τα επίθετα σε -ήιος)].