ξενόπτερος: Difference between revisions

From LSJ

ἀμήχανον τέχνημα καὶ δυσέκδυτον → unmanageable garment which he could not strip off

Source
(6_18)
 
(27)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξενόπτερος''': -ον, ὁ ξένα ἔχων πτερά, κολοιὸς [[ξενόπτερος]] Κ. Μανασσ. Χρον. 5550.
|lstext='''ξενόπτερος''': -ον, ὁ ξένα ἔχων πτερά, κολοιὸς [[ξενόπτερος]] Κ. Μανασσ. Χρον. 5550.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενόπτερος]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει παράξενα φτερά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πτερος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πτερόν]]), <b>πρβλ.</b> [[λευκό]]-<i>πτερος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:06, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

ξενόπτερος: -ον, ὁ ξένα ἔχων πτερά, κολοιὸς ξενόπτερος Κ. Μανασσ. Χρον. 5550.

Greek Monolingual

ξενόπτερος, -ον (Μ)
αυτός που έχει παράξενα φτερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. λευκό-πτερος].