ἀμάμαξυς: Difference between revisions

From LSJ

Βουλὴν ἅπαντος πράγματος προλάμβανε → Nihil incohes, nisi inito consilio prius → Vor jedem Handeln fasse einen guten Plan

Menander, Monostichoi, 70
(6_3)
 
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀμάμᾰξυς''': [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. -υος ἢ (παρὰ Σαπφ.) -υδος: ― [[κλῆμα]] ἀμπέλου βασταζομένου ὑπὸ δύο στύλων ἐφ’ ὧν ἐξαπλοῦται· καὶ [[εἶδος]] σταφυλῆς, Ἐπιχ. 15 Ahr., Σαπφ. 150 ἐν Ἐτυμ. Μ. 77. 3, [[ἔνθα]] γράφεται ὀξυτόνως ἁμαμαξύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, «ἁμάμαξυς, σταφυλῆς γένος, οἱ δὲ ἀναδενδράδα φασίν», Διοσκ., ὁ δὲ Ἡσύχιος λέγει: «[[ἄμπελος]] ἢ γένος σταφυλῆς· εἴρηται δὲ καὶ ἐπὶ χωλοῦ τινος δύο βακτηρίαις ὑπὸ τὰς μασχάλας ἐρειδομένου, καὶ ἐκκρεμάμενον ἔχοντα τὸν [[πόδα]] ὡς βότρυν»: πρβλ. [[ψευδαμάμαξυς]].
|lstext='''ἀμάμᾰξυς''': [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. -υος ἢ (παρὰ Σαπφ.) -υδος: ― [[κλῆμα]] ἀμπέλου βασταζομένου ὑπὸ δύο στύλων ἐφ’ ὧν ἐξαπλοῦται· καὶ [[εἶδος]] σταφυλῆς, Ἐπιχ. 15 Ahr., Σαπφ. 150 ἐν Ἐτυμ. Μ. 77. 3, [[ἔνθα]] γράφεται ὀξυτόνως ἁμαμαξύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, «ἁμάμαξυς, σταφυλῆς γένος, οἱ δὲ ἀναδενδράδα φασίν», Διοσκ., ὁ δὲ Ἡσύχιος λέγει: «[[ἄμπελος]] ἢ γένος σταφυλῆς· εἴρηται δὲ καὶ ἐπὶ χωλοῦ τινος δύο βακτηρίαις ὑπὸ τὰς μασχάλας ἐρειδομένου, καὶ ἐκκρεμάμενον ἔχοντα τὸν [[πόδα]] ὡς βότρυν»: πρβλ. [[ψευδαμάμαξυς]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀμάμαξῠς) -υος, ἡ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἁμα- Matro <i>Conu</i>.114.<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰμᾰ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. -ύδος Sapph.173]<br />[[parra sostenida por rodrigones]] Sapph.l.c., Epich.93, Matro l.c., Hsch.<br /><b class="num">• Etimología:</b> Et. desc.
}}
{{etym
|etymtx=-υος<br />Grammatical information: f.<br />Meaning: <b class="b2">vine trained on two poles</b> (Epich., Sapph., ).<br />Other forms: gen. <b class="b3">-υδος</b> (Sapph.). = <b class="b3">ἄμπελος η γένος σταφυλῆς</b> H.; <b class="b3">σταφυλῆς γένος</b>, <b class="b3">οἱ δε την ἀναδενδράδα οὕτω καλεῖσθαι</b> Suid.<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]<br />Etymology: Fur. 212 compares <b class="b3">ἀμαξίς γένος σταφυλῆς ἀπὸ ἀναδενδράδος</b> H., which is no doubt correct. The word shows reduplication. The further connection with <b class="b3">βῆκα· ἀναδενδράς</b> H. is of course very doubtful; better, though still doubtful, the comparison with Hitt. <b class="b2">maḫla-</b>. Cf. also Kuiper FS Kretschmer 215 n. 15. This is a typical substr. word (wrong Alessio, Studi Etr. 33, 1965, 718).
}}
{{FriskDe
|ftr='''ἀμάμαξυς''': -υ(δ)ος<br />{amámaksus}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[die an zwei Pfählen hochgezogene Weinrebe]] (Sapph., Epich.).<br />'''Etymology''' : Unerklärt.<br />'''Page''' 1,85
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 20 July 2021

Greek (Liddell-Scott)

ἀμάμᾰξυς: [ᾰμᾰ], ἡ, γεν. -υος ἢ (παρὰ Σαπφ.) -υδος: ― κλῆμα ἀμπέλου βασταζομένου ὑπὸ δύο στύλων ἐφ’ ὧν ἐξαπλοῦται· καὶ εἶδος σταφυλῆς, Ἐπιχ. 15 Ahr., Σαπφ. 150 ἐν Ἐτυμ. Μ. 77. 3, ἔνθα γράφεται ὀξυτόνως ἁμαμαξύς, Μάτρων παρ’ Ἀθην. 137Β, «ἁμάμαξυς, σταφυλῆς γένος, οἱ δὲ ἀναδενδράδα φασίν», Διοσκ., ὁ δὲ Ἡσύχιος λέγει: «ἄμπελος ἢ γένος σταφυλῆς· εἴρηται δὲ καὶ ἐπὶ χωλοῦ τινος δύο βακτηρίαις ὑπὸ τὰς μασχάλας ἐρειδομένου, καὶ ἐκκρεμάμενον ἔχοντα τὸν πόδα ὡς βότρυν»: πρβλ. ψευδαμάμαξυς.

Spanish (DGE)

(ἀμάμαξῠς) -υος, ἡ
• Alolema(s): ἁμα- Matro Conu.114.
• Prosodia: [ᾰμᾰ-]
• Morfología: [gen. -ύδος Sapph.173]
parra sostenida por rodrigones Sapph.l.c., Epich.93, Matro l.c., Hsch.
• Etimología: Et. desc.

Frisk Etymological English

-υος
Grammatical information: f.
Meaning: vine trained on two poles (Epich., Sapph., ).
Other forms: gen. -υδος (Sapph.). = ἄμπελος η γένος σταφυλῆς H.; σταφυλῆς γένος, οἱ δε την ἀναδενδράδα οὕτω καλεῖσθαι Suid.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Fur. 212 compares ἀμαξίς γένος σταφυλῆς ἀπὸ ἀναδενδράδος H., which is no doubt correct. The word shows reduplication. The further connection with βῆκα· ἀναδενδράς H. is of course very doubtful; better, though still doubtful, the comparison with Hitt. maḫla-. Cf. also Kuiper FS Kretschmer 215 n. 15. This is a typical substr. word (wrong Alessio, Studi Etr. 33, 1965, 718).

Frisk Etymology German

ἀμάμαξυς: -υ(δ)ος
{amámaksus}
Grammar: f.
Meaning: die an zwei Pfählen hochgezogene Weinrebe (Sapph., Epich.).
Etymology : Unerklärt.
Page 1,85