μεταμφίασις: Difference between revisions
From LSJ
Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch
(6_8) |
(25) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μεταμφίασις''': -εως, ἡ, μεταβολὴ ἐνδυμάτων, ἱματισμοῦ, τὰς σαρκικὰς [[αὐτοῦ]] μεταμφιάσεις (δηλ. τοῦ Πυθαγόρου) Θεόδ. Μετοχ. σ. 298. | |lstext='''μεταμφίασις''': -εως, ἡ, μεταβολὴ ἐνδυμάτων, ἱματισμοῦ, τὰς σαρκικὰς [[αὐτοῦ]] μεταμφιάσεις (δηλ. τοῦ Πυθαγόρου) Θεόδ. Μετοχ. σ. 298. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μεταμφίασις]], ἡ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[μεταμφίεση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:38, 29 September 2017
Greek (Liddell-Scott)
μεταμφίασις: -εως, ἡ, μεταβολὴ ἐνδυμάτων, ἱματισμοῦ, τὰς σαρκικὰς αὐτοῦ μεταμφιάσεις (δηλ. τοῦ Πυθαγόρου) Θεόδ. Μετοχ. σ. 298.
Greek Monolingual
μεταμφίασις, ἡ (Μ)
βλ. μεταμφίεση.