μεταμφίασις: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
(6_8)
 
(25)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''μεταμφίασις''': -εως, ἡ, μεταβολὴ ἐνδυμάτων, ἱματισμοῦ, τὰς σαρκικὰς [[αὐτοῦ]] μεταμφιάσεις (δηλ. τοῦ Πυθαγόρου) Θεόδ. Μετοχ. σ. 298.
|lstext='''μεταμφίασις''': -εως, ἡ, μεταβολὴ ἐνδυμάτων, ἱματισμοῦ, τὰς σαρκικὰς [[αὐτοῦ]] μεταμφιάσεις (δηλ. τοῦ Πυθαγόρου) Θεόδ. Μετοχ. σ. 298.
}}
{{grml
|mltxt=[[μεταμφίασις]], ἡ (Μ)<br /><b>βλ.</b> [[μεταμφίεση]].
}}
}}

Latest revision as of 07:38, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

μεταμφίασις: -εως, ἡ, μεταβολὴ ἐνδυμάτων, ἱματισμοῦ, τὰς σαρκικὰς αὐτοῦ μεταμφιάσεις (δηλ. τοῦ Πυθαγόρου) Θεόδ. Μετοχ. σ. 298.

Greek Monolingual

μεταμφίασις, ἡ (Μ)
βλ. μεταμφίεση.