σκυλακευτικός: Difference between revisions

(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skylakeftikos
|Transliteration C=skylakeftikos
|Beta Code=skulakeutiko/s
|Beta Code=skulakeutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of</b> or <b class="b2">for puppies</b>, <span class="bibl">Ph.1.202</span>.</span>
|Definition=σκυλακευτική, σκυλακευτικόν, of or for [[puppies]], Ph.1.202.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σκῠλᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.
|lstext='''σκῠλᾰκευτικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σκύλαξ]], -<i>ακος</i> «[[μικρός]] [[σκύλος]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ευτικός</i>, πιθ. κατ' [[επίδραση]] του ρ. [[σκυλακεύω]].
}}
}}

Latest revision as of 11:57, 25 August 2023

English (LSJ)

σκυλακευτική, σκυλακευτικόν, of or for puppies, Ph.1.202.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλᾰκευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς σκύλακας, Φίλων 1. 202.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σκύλακα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκύλαξ, -ακος «μικρός σκύλος» + κατάλ. -ευτικός, πιθ. κατ' επίδραση του ρ. σκυλακεύω.