τρίστυλος: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht

Menander, Monostichoi, 187
(6_17)
 
(42)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίστῡλος''': -ον, ἔχων [[τρεῖς]] στύλους, Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος σ. 6.
|lstext='''τρίστῡλος''': -ον, ἔχων [[τρεῖς]] στύλους, Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος σ. 6.
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[τρίστυλος]], -ον, ΝΜ<br />αυτός που έχει [[τρεις]] στύλους, [[τρεις]] κολόνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τρι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[στύλος]] (<b>πρβλ.</b> [[ἑξάστυλος]])].
}}
}}

Latest revision as of 12:58, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

τρίστῡλος: -ον, ἔχων τρεῖς στύλους, Ἰωάννης ὁ τῆς Κλίμακος σ. 6.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίστυλος, -ον, ΝΜ
αυτός που έχει τρεις στύλους, τρεις κολόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + στύλος (πρβλ. ἑξάστυλος)].