αὐτονόητος: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
(6_17)
 
(big3_7)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτονόητος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] νοούμενος, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] δῆλος, [[σαφής]], εὐνόητος, Τζέτζ. ἐν Ἀν. Ὀξ. τ. 4. σ. 52, 23.
|lstext='''αὐτονόητος''': -ον, ὁ ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] νοούμενος, ἀφ’ [[ἑαυτοῦ]] δῆλος, [[σαφής]], εὐνόητος, Τζέτζ. ἐν Ἀν. Ὀξ. τ. 4. σ. 52, 23.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[que es puramente conceptual o espiritual]] οἱ αὐτονόητοι καὶ θεῖοι (ἔρωτες) Dion.Ar.<i>DN</i> M.3.713C.
}}
}}

Latest revision as of 12:02, 21 August 2017

Greek (Liddell-Scott)

αὐτονόητος: -ον, ὁ ἀφ’ ἑαυτοῦ νοούμενος, ἀφ’ ἑαυτοῦ δῆλος, σαφής, εὐνόητος, Τζέτζ. ἐν Ἀν. Ὀξ. τ. 4. σ. 52, 23.

Spanish (DGE)

-ον
que es puramente conceptual o espiritual οἱ αὐτονόητοι καὶ θεῖοι (ἔρωτες) Dion.Ar.DN M.3.713C.