ληκύθειος: Difference between revisions

(6_18)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''ληκύθειος''': -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, [[ληκύθειος]] [[Μοῦσα]], δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2.
|lstext='''ληκύθειος''': -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, [[ληκύθειος]] [[Μοῦσα]], δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. [[λήκυθος]] Ι. 2.
}}
{{grml
|mltxt=ληκήθειος, -ον (Α) [[λήκυθος]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[ληκύθειος]] Μοῦσα» — η [[τραγωδία]].
}}
}}

Latest revision as of 20:10, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 39] zur λήκυθος gehörig, bombastisch, Μοῦσα, Callim. fr. 319.

Greek (Liddell-Scott)

ληκύθειος: -ον, πομπώδης, ἔχων βόμβον τραγικόν, ληκύθειος Μοῦσα, δηλ. ἡ Τραγῳδία, Καλλ. Ἀποσπ. 319· πρβλ. λήκυθος Ι. 2.

Greek Monolingual

ληκήθειος, -ον (Α) λήκυθος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε λήκυθο
2. φρ. «ληκύθειος Μοῦσα» — η τραγωδία.