Μοῦσα
Ἡ πενία δ' ἀγνώμονάς γε τοὺς πολλοὺς ποιεῖ → Immemores beneficiorum gignit inopia → Die Armut macht die meisten rücksichtslos und hart
English (LSJ)
ης, ἡ, Aeol. Μοῖσα Sapph.84, IG42(1).130.16, etc.; Dor. Μῶσα Alcm. 1, etc.; Lacon. Μῶἁ (for Μῶσα) Ar.Lys.1298, cf. An. Ox.1.277:—Muse,
A Ὀλυμπιάδες Μοῦσαι, Διὸς αἰγιόχοιο θυγατέρες Il.2.491, cf. Hes.Th.25, etc.; nine in number, first in Od.24.60; named in Hes.Th.75 sqq.
II μοῦσα, as Appellat., music, song, μοῦσα στυγερά A.Eu.308 (anap.); εὔφαμος Id.Supp.695 (lyr.); καναχὰν… θείας ἀντίλυρον μούσας S.Tr.643 (lyr.); Αἰακῷ μοῖσαν φέρειν Pi.N.3.28; τίς ἥδε μοῦσα; what strain is this ? E.Ion757; ἄλυρος μ. Id.Ph.1028 (lyr.); διὰ μούσας ᾖξα Id.Alc.962 (lyr.): in Prose, ᾄδειν ἀδόκιμον μοῦσαν Pl.Lg. 829d: in plural, μοῦσαι Σφιγγός, of the Sphinx's riddle, E.Ph.50; esp. liberal arts, accomplishments, τὰς μούσας ἀφανίζων Ar.Nu.972; ἀπαίδευτον τῶν περὶ τὰς νυμφικὰς μούσας Pl.Lg.775b: also in sg., τῆς ἀληθινῆς μ. ἠμεληκέναι Id.R.548b; κοινωνεῖν μούσης ib.411c.
2 αὕτη ἡ Σωκράτους μοῦσα that was Socrates's way, Gal.UP1.9.
Greek (Liddell-Scott)
Μοῦσα: -ης, -ἡ, Αἰολ. Μοῖσα Πίνδ., Θεόκρ., κτλ.· Δωρ. Μῶσα Ἀλκμὰν 1, κτλ.· Λακων. Μῶα (ἀντὶ Μῶσα) Ἀριστοφ. Λυσ. 1297· ἴδε Ἀνέκδ. Ὀξ. 1. 277· (ἴδε ἐν λέξ. *μάω)· - ἡ Μοῦσα, θεὰ τῆς ᾠδῆς, τῆς μουσικῆς, τῆς ποιήσεως, τῆς ὀρχήσεως, τοῦ δράματος καὶ τῶν καλῶν τεχνῶν· ὁ Ὅμ. ἔχει τὸν πληθ. Μοῦσαι, ἀλλ’ ὁ ἀριθμὸς ἐννέα εὕρηται μόνον ἐν Ὀδ. Ω. 60 (ὅπερ πιθανῶς παρεμβεβλημένον). Τὰ ὀνόματα αὐτῶν εἶναι: Κλειώ, Εὐτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ἐρατώ, Πολύμνια ἢ Πολυύμνια, Οὐρανία καὶ Καλλιόπη -ἡ δὲ προφερεστάτη ἐστὶν ἁπασέων-, πρῶτον παρ’ Ἡσιόδ. ἐν Θεογ. 77. Ἀκολούθως ἀπεδόθη εἰς ἑκάστην αὐτῶν ἰδιαιτέρα ἐνασχόλησις ἐν τῇ Μουσικῇ, τῇ Ποιήσει, κτλ. Ὁ Ὅμ. θεωρεῖ αὐτὰς θυγατέρας τοῦ Διός, Ὀλυμπιάδες Μοῦσαι, Διὸς αἰγιόχοιο θυγατέρες Ἰλ. Β. 491, πρβλ. Ὀδ. Α. 10· οὕτως ὁ Ἡσ. ἐν Θεογ. 25, 36, 104, κτλ., καὶ ὀνομάζει τὴν μητέρα αὐτῶν Μνημοσύνην, αὐτόθι 915· ἐνῷ ὁ Μίμνερμος θεωρεῖ τὰς ἀρχαίας Μούσας ὡς ἀναφυείσας ἐκ τοῦ Οὐρανοῦ, Παυσ. 9. 29, 2. Ὁ δὲ Παυσ. λέγει ὅτι ἦσαν κατ’ ἀρχὰς τρεῖς: Μελέτη, Μνήμη, Ἀοιδή· ἀλλ’ ὁ Κικ. ἐν Ν. D. 3. 21, λέγει ὅτι αἱ πρῶται Μοῦσαι ἦσαν τέσσαρες, Thelxione, Aoide, Arche, Melete, θυγατέρες τοῦ δευτέρου Διός. ὅτι αἱ ἐννέα θυγατέρες τοῦ τρίτου Διὸς καὶ τῆς Μνημοσύνης ἦσαν αἱ δεύτεραι Μοῦσαι· καὶ ὅτι αἱ Πιερίδες, θυγατέρες τοῦ Πιέρου καὶ τῆς Ἀντιόπης, ἦσαν αἱ τρίται Μοῦσαι· ἴδε Πιερία. Περὶ τῶν γνωμῶν τῶν νεωτέρων φιλολόγων ἐπὶ τοῦ ζητήματος ἴδε Βουττμάννου Μυθολ. 1. 273 κἑξ., πρβλ. Seebode καὶ Friedem. Misc. Crit. 2, σ. 437 κἑξ. Ἡ λατρεία τῶν νυμφῶν τούτων ἀνῆκε κατ’ ἀρχὰς εἰς τοὺς τῆς Πιερίας Θρᾷκας, οἵτινες εἰσήγαγον αὐτὴν εἰς τὴν μεσημβρινὴν Ἑλλάδα, Müller Hist. Gr. Literat. 3 §9. Περὶ τῶν καλλιτεχνικῶν αὐτῶν παραστάσεων ἴδε Müller Archäol. de Künst § 393. II. μοῦσα ὡς προσηγορ., μουσική, ᾆσμα, μ. στυγερὰ Αἰσχύλ. Εὐμ. 308· εὔφημος ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 695· καναχάν... θείας ἀντίλυρον μούσας Σοφ. Τρ. 643· μοῖσαν φέρειν, ᾄδειν, Πινδ. Ν. 3. 49· τίς ἥδε μοῦσα; τί ᾆσμα εἶναι τοῦτο; Εὐρ. Ἴων 757· ἄλυρος μ. ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 1028· ὡσαύτως παρὰ πεζογράφοις, ᾄδειν ἀδόκιμον μ. Πλάτ. Νόμ. 829D. 2) εὐγλωττία, πειθώ, Εὐρ. Ἄλκ. 962, πρβλ. Valck. εἰς Φοιν. 50· - ἐν τῷ πληθ., τέχναι, προτερήματα παιδεύσεως, Ἀριστοφ. Νεφ. 972, Πλάτ. Πολ. 548Β, κτλ. ΙΙΙ. καθόλου, ἁρμοδιότης, τὸ προσῆκον, τὸ πρέπον, εὐπρέπεια, Πλάτ. Νόμ. 775Β, πρβλ. Stallb. εἰς Πολ. 411D.
English (Autenrieth)
pl. Μοῦσαι: Muse, the Muses, nine in number, daughters of Zeus and Mnemosyne, Od. 8.488, Il. 2.598, Od. 24.60; they sing for the gods, and inspire the bard, Il. 1.604, Il. 1.1, Od. 1.1, Il. 2.484.
Greek Monotonic
Μοῦσα: -ης, ἡ, Αιολ. Μοῖσα, Δωρ. Μῶσα (*μάω),
I. Μούσα, στον πληθ. οι Μούσες, θεές του τραγουδιού, της μουσικής, της ποίησης, του χορού, της δραματικής ποίησης, και όλων των καλών τεχνών· τα ονόματα των εννέα Μουσών ήταν Κλειώ, Ευτέρπη, Θάλεια, Μελπομένη, Τερψιχόρη, Ερατώ, Πολύμνια ή Πολυύμνια, Ουρανία και Καλλιόπη, σε Ησίοδ.
II. μοῦσα, ως προσηγορικό, μουσική, τραγούδι, σε Πίνδ., Τραγ.· επίσης, ευγλωττία, σε Ευρ.· στον πληθ., τέχνες, μάθηση, γνώσεις, σε Αριστοφ., Πλάτ.
Middle Liddell
Μοῦσα, ης, ἡ, [*μάω]
I. the Muse, in plural the Muses, goddesses of song, music, poetry, dancing, the drama, and all fine arts, Hom.: the names of the nine were Clio, Euterpe, Thalia, Melpomene, Terpsichore, Erato, Polymnia or Polyhymnia, Urania, and Calliope, Hes.,
II. μοῦσα, as appellat., music, song, Pind., Trag.:—also eloquence, Eur.:—in pl. arts, accomplishments, Ar., Plat.
Wikipedia EN
The word "Muses" (Ancient Greek: Μοῦσαι, romanized: Moûsai) perhaps came from the o-grade of the Proto-Indo-European root *men- (the basic meaning of which is "put in mind" in verb formations with transitive function and "have in mind" in those with intransitive function), or from root *men- ("to tower, mountain") since all the most important cult-centres of the Muses were on mountains or hills. R. S. P. Beekes rejects the latter etymology and suggests that a Pre-Greek origin is also possible.
In ancient Greek religion and mythology, the Muses (Ancient Greek: Μοῦσαι, romanized: Moûsai, Greek: Μούσες, romanized: Múses) are the inspirational goddesses of literature, science, and the arts. They were considered the source of the knowledge embodied in the poetry, lyric songs, and myths that were related orally for centuries in ancient Greek culture.
The word "Muses" (Ancient Greek: Μοῦσαι, romanized: Moûsai) perhaps came from the o-grade of the Proto-Indo-European root *men- (the basic meaning of which is "put in mind" in verb formations with transitive function and "have in mind" in those with intransitive function), or from root *men- ("to tower, mountain") since all the most important cult-centres of the Muses were on mountains or hills. R. S. P. Beekes rejects the latter etymology and suggests that a Pre-Greek origin is also possible.
Translations
af: Muse; ar: إلهات الإلهام; ast: Musa; az: Muzalar; bar: Musen; be_x_old: Музы; be: Музы; bg: Музи; bn: মিউজ; br: Muzezed; bs: Muza; ca: Muses; cs: Múzy; da: Muse; de: Muse; el: Μούσες; en: Muses; eo: Muzoj; es: Musa; et: Muusad; eu: Musa; fa: موز; fi: Muusa; fr: Muses; gl: Musas; he: מוזה; hr: Muza; ht: Miz; hu: Múzsák; hy: Մուսաներ; id: Musai; ie: Musas; is: Menntagyðjur; it: Muse; ja: ムーサ; ka: მუზები; ko: 무사; ky: Музалар; la: Musae; lb: Mus; lij: Muse; li: Muze; lt: Mūzos; lv: Mūzas; mk: Музи; ml: മ്യൂസസ്; ms: Mousai; nds: Muse; nl: Muzen; nn: Muser; no: Musene; oc: Musas; pam: Músa; pl: Muzy; pt: Musa; ro: Muze; ru: Музы; sco: Muse; sh: Muze; simple: Muse; sk: Múza; sl: Muza; sq: Muza; sr: Музе; sv: Muserna; sw: Muza; th: มิวส์; tl: Musa; tr: Müzler; tt: Muzalar; uk: Музи; uz: Muzalar; vi: Muse; wuu: 缪思; zh_classical: 繆斯; zh_yue: 繆思; zh: 缪斯