πλεύστης: Difference between revisions

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
(6_19)
 
(33)
 
Line 1: Line 1:
{{ls
{{ls
|lstext='''πλεύστης''': -ου, ὁ, ὁ [[θαλασσοπόρος]], [[ναύτης]], Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 52, 23, Νείλου Ἐπιστ. σ. 220, 11, διάφ. γραφ. πλεύτης.
|lstext='''πλεύστης''': -ου, ὁ, ὁ [[θαλασσοπόρος]], [[ναύτης]], Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 52, 23, Νείλου Ἐπιστ. σ. 220, 11, διάφ. γραφ. πλεύτης.
}}
{{grml
|mltxt=ὁ, ΜΑ<br />αυτός που ταξιδεύει με [[πλοίο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>πλευσ</i>- του [[πλέω]] (<b>πρβλ.</b> αορ. <i>ἔ</i>-<i>πλευσ</i>-<i>α</i>, <i>πλεῦσ</i>-<i>ις</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>της</i>].
}}
}}

Latest revision as of 12:18, 29 September 2017

Greek (Liddell-Scott)

πλεύστης: -ου, ὁ, ὁ θαλασσοπόρος, ναύτης, Παλλαδ. Βίος Ἰω. Χρυσ. σ. 52, 23, Νείλου Ἐπιστ. σ. 220, 11, διάφ. γραφ. πλεύτης.

Greek Monolingual

ὁ, ΜΑ
αυτός που ταξιδεύει με πλοίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πλευσ- του πλέω (πρβλ. αορ. -πλευσ-α, πλεῦσ-ις) + κατάλ. -της].