προὔθετο: Difference between revisions
From LSJ
(6_20) |
(6) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προὔθετο''': προὔθηκε (ὀρθότ. [[ἄνευ]] κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέθ-. | |lstext='''προὔθετο''': προὔθηκε (ὀρθότ. [[ἄνευ]] κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέθ-. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''προὔθετο:''' προὔθηκε, αμτβ. αντί <i>προ-έθετο</i>, <i>προ-έθηκε</i>. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 01:36, 31 December 2018
Greek (Liddell-Scott)
προὔθετο: προὔθηκε (ὀρθότ. ἄνευ κορωνίδος), κατὰ συναλοιφὴν ἀντὶ προέθ-.
Greek Monotonic
προὔθετο: προὔθηκε, αμτβ. αντί προ-έθετο, προ-έθηκε.