μαργέλλια: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(6_21) |
m (pape replacement) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαργέλλια''': τά, [[εἶδος]] φοινικοδένδρου ἢ ὁ [[καρπὸς]] [[αὐτοῦ]], [[ἴσως]] τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς [[Ἰνδικοπλεύστης]] κεφ. 9, [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας. | |lstext='''μαργέλλια''': τά, [[εἶδος]] φοινικοδένδρου ἢ ὁ [[καρπὸς]] [[αὐτοῦ]], [[ἴσως]] τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς [[Ἰνδικοπλεύστης]] κεφ. 9, [[μετὰ]] διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=(ἀργέλλια scheint falsche Lesart), τά, auch μαργήλιδες, αἱ, <i>eine [[Palmenart]]</i>, oder ihre (der [[Perle]] ähnliche) [[Frucht]], [[wahrscheinlich]] <i>die maldivische Nuß, die [[persisch]] Nargel</i> heißt, Cosm.Indopl. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 16:49, 24 November 2022
Greek (Liddell-Scott)
μαργέλλια: τά, εἶδος φοινικοδένδρου ἢ ὁ καρπὸς αὐτοῦ, ἴσως τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης κεφ. 9, μετὰ διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας.
German (Pape)
(ἀργέλλια scheint falsche Lesart), τά, auch μαργήλιδες, αἱ, eine Palmenart, oder ihre (der Perle ähnliche) Frucht, wahrscheinlich die maldivische Nuß, die persisch Nargel heißt, Cosm.Indopl.