μαργέλλια

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25

Greek (Liddell-Scott)

μαργέλλια: τά, εἶδος φοινικοδένδρου ἢ ὁ καρπὸς αὐτοῦ, ἴσως τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης κεφ. 9, μετὰ διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας.

German (Pape)

(ἀργέλλια scheint falsche Lesart), τά, auch μαργήλιδες, αἱ, eine Palmenart, oder ihre (der Perle ähnliche) Frucht, wahrscheinlich die maldivische Nuß, die persisch Nargel heißt, Cosm.Indopl.