μαργέλλια
From LSJ
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
Greek (Liddell-Scott)
μαργέλλια: τά, εἶδος φοινικοδένδρου ἢ ὁ καρπὸς αὐτοῦ, ἴσως τὸ κοκκοκάρυον (ἐν τῇ Σανσκρ. nârikêla, Περσ. nargel), Κοσμᾶς Ἰνδικοπλεύστης κεφ. 9, μετὰ διαφόρ. γραφ. ἀργέλλια· - ὁ Πλίν. καλεῖ τὰ δένδρα μαργηλίδας.
German (Pape)
(ἀργέλλια scheint falsche Lesart), τά, auch μαργήλιδες, αἱ, eine Palmenart, oder ihre (der Perle ähnliche) Frucht, wahrscheinlich die maldivische Nuß, die persisch Nargel heißt, Cosm.Indopl.