ἱανογλέφαρος: Difference between revisions
(CSV import) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ianoglefaros | |Transliteration C=ianoglefaros | ||
|Beta Code=i(anogle/faros | |Beta Code=i(anogle/faros | ||
|Definition=[ | |Definition=[ῐ], ον, = <b class="b3">μαλακο-βλέφαρος</b>, prob. l. in Alcm.23.69: | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἱανογλέφαρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει μάτια με βιολετί [[χρώμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιο</i>-<i>γλέφαρος</i>, με [[παρέκταση]] [[κατά]] τα σύνθ. με α' συνθετικό <i>κυανο</i>-([[πρβλ]]. [[κυανοβλέφαρος]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
[ῐ], ον, = μαλακο-βλέφαρος, prob. l. in Alcm.23.69:
Greek Monolingual
ἱανογλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει μάτια με βιολετί χρώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιο-γλέφαρος, με παρέκταση κατά τα σύνθ. με α' συνθετικό κυανο-(πρβλ. κυανοβλέφαρος)].