καμμίξας: Difference between revisions

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
|btext=<i>part. ao. poét. de</i> [[καταμίγνυμι]] <i>ou</i> de καταμίσγω.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καμμίξας''': Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ [[καταμίγνυμι]], διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529.
|lstext='''καμμίξας''': Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ [[καταμίγνυμι]], διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529.
}}
}}
{{bailly
{{lsm
|btext=<i>part. ao. poét. de</i> [[καταμίγνυμι]] <i>ou</i> de καταμίσγω.
|lsmtext='''καμμίξας:''' Επικ. αντί <i>καταμίξας</i>, μτχ. αορ. αʹ του [[καταμίγνυμι]].
}}
}}

Latest revision as of 21:15, 1 October 2022

French (Bailly abrégé)

part. ao. poét. de καταμίγνυμι ou de καταμίσγω.

Greek (Liddell-Scott)

καμμίξας: Ἐπικ. ἀντὶ καταμίξας, μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ καταμίγνυμι, διάφ. γραφ. ἀντὶ κ’ ἀμμίξας, δηλ. κε ἀναμίξας Ἰλ. Ω. 529.

Greek Monotonic

καμμίξας: Επικ. αντί καταμίξας, μτχ. αορ. αʹ του καταμίγνυμι.