ἔνεικα: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ οἴστρου ἀεὶ ἑλκομένη ψυχή → a soul always dragged along by the fury of passion

Source
(Bailly1_2)
 
(4)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ao. épq. et ion. de</i> [[φέρω]].
|btext=<i>ao. épq. et ion. de</i> [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἔνεικα:''' Επικ. αντί [[ἤνεγκα]], Επικ. προστ. <i>ἔνεικε</i>, απαρ. <i>-[[έμεν]]</i>, αόρ. αʹ του [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 22:40, 30 December 2018

French (Bailly abrégé)

ao. épq. et ion. de φέρω.

Greek Monotonic

ἔνεικα: Επικ. αντί ἤνεγκα, Επικ. προστ. ἔνεικε, απαρ. -έμεν, αόρ. αʹ του φέρω.