κόρυλος: Difference between revisions
From LSJ
Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratio → Betrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort
(Bailly1_3) |
(21) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=v. [[κηρύλος]]. | |btext=v. [[κηρύλος]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο ([[κόρυλος]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] βετουλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>corylus</i>]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 06:41, 29 September 2017
French (Bailly abrégé)
v. κηρύλος.
Greek Monolingual
ο (κόρυλος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corylus].