κόρυλος: Difference between revisions

From LSJ

Λύπην γὰρ εὔνους οἶδε θεραπεύειν λόγος → Sanare luctum scit benevola oratioBetrübnis weiß zu heilen ein geneigtes Wort

Menander, Monostichoi, 319
(Bailly1_3)
 
(21)
 
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=v. [[κηρύλος]].
|btext=v. [[κηρύλος]].
}}
{{grml
|mltxt=ο ([[κόρυλος]])<br />[[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που σύμφωνα με τη σημερινή [[ταξινόμηση]] ανήκει στην [[οικογένεια]] βετουλίδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>corylus</i>].
}}
}}

Latest revision as of 06:41, 29 September 2017

French (Bailly abrégé)

v. κηρύλος.

Greek Monolingual

ο (κόρυλος)
γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια βετουλίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. corylus].