Μενδήσιος: Difference between revisions
From LSJ
ἑωλοκρασίαν τινά μου τῆς πονηρίας κατασκεδάσας → having discharged the stale dregs of his rascality over me
(Bailly1_3) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br") |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=α, ον :<br />de Mendès, mendésien.<br />'''Étymologie:''' [[Μένδης]]. | |btext=α, ον :<br />[[de Mendès]], [[mendésien]].<br />'''Étymologie:''' [[Μένδης]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[Μενδήσιος]], -ία, -ον (Α) [[Μένδης]]<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[πόλη]] της Αιγύπτου Μένδητα ή αυτός που προέρχεται από την [[πόλη]] Μένδητα («Μενδήσιον [[μύρον]]», <b>Αθήν.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. και θηλ.</b>) αυτός που κατάγεται από την [[πόλη]] Μένδητα, ο [[κάτοικος]] του Μένδητος. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Μενδήσιος:''' [[мендетский]] (мендесский) ([[νομός]] Her.): Μενδήσιον [[στόμα]] Her. или [[κέρας]] Thuc. устье Мендесского рукава (Нильской дельты). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 17:50, 8 January 2023
French (Bailly abrégé)
α, ον :
de Mendès, mendésien.
Étymologie: Μένδης.
Greek Monolingual
Μενδήσιος, -ία, -ον (Α) Μένδης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη της Αιγύπτου Μένδητα ή αυτός που προέρχεται από την πόλη Μένδητα («Μενδήσιον μύρον», Αθήν.)
2. (το αρσ. και θηλ.) αυτός που κατάγεται από την πόλη Μένδητα, ο κάτοικος του Μένδητος.
Russian (Dvoretsky)
Μενδήσιος: мендетский (мендесский) (νομός Her.): Μενδήσιον στόμα Her. или κέρας Thuc. устье Мендесского рукава (Нильской дельты).