τάδε: Difference between revisions
From LSJ
Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist
(Bailly1_5) |
(4b) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>pl. neutre de</i> [[ὅδε]]. | |btext=<i>pl. neutre de</i> [[ὅδε]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο, η, το, Ν<br />(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) ο [[δείνα]] («δεν μέ ενδιαφέρει αν [[είναι]] ο [[τάδε]] ή ο [[δείνα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τάδε]], πληθ. ουδ. της αντων. <i>ὅδε</i>, <i>ἥδε</i>, [[τόδε]]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τάδε:''' pl. n к [[ὅδε]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 09:36, 31 December 2018
French (Bailly abrégé)
pl. neutre de ὅδε.
Greek Monolingual
ο, η, το, Ν
(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) ο δείνα («δεν μέ ενδιαφέρει αν είναι ο τάδε ή ο δείνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τάδε, πληθ. ουδ. της αντων. ὅδε, ἥδε, τόδε].
Russian (Dvoretsky)
τάδε: pl. n к ὅδε.