τάδε: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(Bailly1_5)
 
(4b)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>pl. neutre de</i> [[ὅδε]].
|btext=<i>pl. neutre de</i> [[ὅδε]].
}}
{{grml
|mltxt=ο, η, το, Ν<br />(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει [[κανείς]] να κατονομάσει) ο [[δείνα]] («δεν μέ ενδιαφέρει αν [[είναι]] ο [[τάδε]] ή ο [[δείνα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[τάδε]], πληθ. ουδ. της αντων. <i>ὅδε</i>, <i>ἥδε</i>, [[τόδε]]].
}}
{{elru
|elrutext='''τάδε:''' pl. n к [[ὅδε]].
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 31 December 2018

French (Bailly abrégé)

pl. neutre de ὅδε.

Greek Monolingual

ο, η, το, Ν
(άκλ. αντων.) (για πρόσ. ή πράγμ. τα οποία δεν μπορεί ή δεν θέλει κανείς να κατονομάσει) ο δείνα («δεν μέ ενδιαφέρει αν είναι ο τάδε ή ο δείνα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. τάδε, πληθ. ουδ. της αντων. ὅδε, ἥδε, τόδε].

Russian (Dvoretsky)

τάδε: pl. n к ὅδε.