μελανόρριζον: Difference between revisions

(8)
 
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=melanorrizon
|Transliteration C=melanorrizon
|Beta Code=melano/rrizon
|Beta Code=melano/rrizon
|Definition=τό, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">black hellebore</b>, Ps.-Dsc.4.162.</span>
|Definition=τό, [[black hellebore]], Ps.-Dsc.4.162.
}}
{{ls
|lstext='''μελᾰνόρριζον''': τό, [[μέλας]] [[ἑλλέβορος]], Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 151.
}}
{{grml
|mltxt=[[μελανόρριζον]], τὸ (Α)<br />το [[φυτό]] [[ελλέβορος]] ο [[μέλας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθέτου <i>μελανόρριζος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 03:55, 24 August 2022

English (LSJ)

τό, black hellebore, Ps.-Dsc.4.162.

Greek (Liddell-Scott)

μελᾰνόρριζον: τό, μέλας ἑλλέβορος, Διοσκ. (ἐν τοῖς Νόθοις) 4. 151.

Greek Monolingual

μελανόρριζον, τὸ (Α)
το φυτό ελλέβορος ο μέλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ενός αμάρτυρου επιθέτου μελανόρριζος].