ελλέβορος

From LSJ

ταῦτα δηλώσω αὐτός τε νοσήσας καὶ αὐτὸς ἰδὼν ἄλλους πάσχοντας → I shall describe those symptoms, since I myself had the disease and witnessed as well what others were suffering

Source

Greek Monolingual

και βέλιουρας, ο (Α ἑλλέβορος και ἐλλέβορος)
φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες
αρχ.
1. το φάρμακο που παρασκευάζεται απ' αυτό το φυτό κατά της παραφροσύνης
2. το φυτό σησαμοειδές το μέγα
3. χρυσό ενώτιο.