μικρομερής: Difference between revisions
(8) |
mNo edit summary |
||
(13 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=mikromeris | |Transliteration C=mikromeris | ||
|Beta Code=mikromerh/s | |Beta Code=mikromerh/s | ||
|Definition=or | |Definition=or [[σμικρομερής]], ές, ([[μέρος]]) [[consisting of small parts]], Pl.''Ti.''60e (Comp.), 78b (Comp.), [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''989a1 (Sup.), ''Cael.''303b27, Ptol.''Alm.''2.10 (Comp.). Adv. [[σμικρομερῶς]] = [[to a slight extent]], PMasp.2.6 (vi A.D.). | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>aus kleinen [[Teilen]] [[bestehend]]</i>, Arist. <i>coel</i>. 3.5 und Sp., wie Plut. <i>plac.phil</i>. 1.4; – μικρομερέστερος, Plat. <i>Tim</i>. 60e, superl. 78a. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μῑκρομερής:''' и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей ([[σῶμα]] Arst.; [[σχηματισμός]] Plut.). | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μῑκρομερής''': ἢ σμικρ-, ές, ([[μέρος]]) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[μικρομερής]] και [[σμικρομερής]], -ές (Α)<br />αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μικρομερῶς</i> και <i>σμικρομερῶς</i> (Α)<br />σε μικρή [[έκταση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>μερής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μέρος]]), [[πρβλ]]. [[ισομερής]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:25, 31 May 2024
English (LSJ)
or σμικρομερής, ές, (μέρος) consisting of small parts, Pl.Ti.60e (Comp.), 78b (Comp.), Arist.Metaph.989a1 (Sup.), Cael.303b27, Ptol.Alm.2.10 (Comp.). Adv. σμικρομερῶς = to a slight extent, PMasp.2.6 (vi A.D.).
German (Pape)
ές, aus kleinen Teilen bestehend, Arist. coel. 3.5 und Sp., wie Plut. plac.phil. 1.4; – μικρομερέστερος, Plat. Tim. 60e, superl. 78a.
Russian (Dvoretsky)
μῑκρομερής: и σμῑκρομερής 2 состоящий из мелких частей (σῶμα Arst.; σχηματισμός Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
μῑκρομερής: ἢ σμικρ-, ές, (μέρος) ὁ ἐκ μικρῶν μερῶν συγκείμενος, Πλάτ. Τίμ. 60Ε, 78Β, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 8. 3, π. Οὐρ. 3. 5, 4.
Greek Monolingual
μικρομερής και σμικρομερής, -ές (Α)
αυτός που σύγκειται από μικρά μέρη.
επίρρ...
μικρομερῶς και σμικρομερῶς (Α)
σε μικρή έκταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. ισομερής].