ξενοπολίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht

Menander, Monostichoi, 467
(9)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ksenopolitis
|Transliteration C=ksenopolitis
|Beta Code=cenopoli/ths
|Beta Code=cenopoli/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pertaining to an alien</b>, <b class="b3">νόμος</b> Id.in <span class="bibl">Rh.3.670</span> W.</span>
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[pertaining to an alien]], [[νόμος]] Id.in Rh.3.670 W.
}}
{{ls
|lstext='''ξενοπολίτης''': ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς ξένην πόλιν, καὶ μὴ πειρᾶσθαι συνιστᾶν νόμον ξενοπολίτιν Τζέτζ. Ἐπιτομ Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 670, στ. 17.
}}
{{grml
|mltxt=[[ξενοπολίτης]], ό (ΑΜ)<br /><b>μσν.</b><br /><b>ως επίθ.</b> αυτός που χρησιμοποιείται, που ισχύει σε [[ξένη]] [[πόλη]] («καὶ μὴ πειρᾶσθαι συνιστᾱν νόμον ξενοπολίτην», Τζέτζ.)<br /><b>αρχ.</b><br />[[ξένος]] που έχει πολιτογραφηθεί [[πλέον]] στην [[πόλη]] που κατοικεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ξένος]] <span style="color: red;">+</span> [[πολίτης]].
}}
}}

Latest revision as of 11:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξενοπολίτης Medium diacritics: ξενοπολίτης Low diacritics: ξενοπολίτης Capitals: ΞΕΝΟΠΟΛΙΤΗΣ
Transliteration A: xenopolítēs Transliteration B: xenopolitēs Transliteration C: ksenopolitis Beta Code: cenopoli/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, pertaining to an alien, νόμος Id.in Rh.3.670 W.

Greek (Liddell-Scott)

ξενοπολίτης: ὁ, ὁ ἀνήκων εἰς ξένην πόλιν, καὶ μὴ πειρᾶσθαι συνιστᾶν νόμον ξενοπολίτιν Τζέτζ. Ἐπιτομ Ρητ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 3, σ. 670, στ. 17.

Greek Monolingual

ξενοπολίτης, ό (ΑΜ)
μσν.
ως επίθ. αυτός που χρησιμοποιείται, που ισχύει σε ξένη πόλη («καὶ μὴ πειρᾶσθαι συνιστᾱν νόμον ξενοπολίτην», Τζέτζ.)
αρχ.
ξένος που έχει πολιτογραφηθεί πλέον στην πόλη που κατοικεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + πολίτης.