κόμα: Difference between revisions

From LSJ

ὅσα μὲν τῆς ἰδίας τρυφῆς εἵνεκα Μειδίας καὶ περιουσίας κτᾶται → all the wealth that Meidias retains for private luxury and superfluous display

Source
(SL_2)
 
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?s)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{Slater
{{Slater
|sltr=<b>κόμα</b> (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. &amp; pl., <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[hair]] ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) [[γέρας]] ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, [[πόρε]], Λοξία (I. 7.49) [[τότε]] χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον [[νῶτον]] ὑμέτερον [[Pindar]] speaks of Aigina, [[nymph]] and [[island]] Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.
|sltr=<b>κόμα</b> (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. &amp; pl., [[hair]] ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) [[τρία]] ἔργα ποδαρκὴς [[ἁμέρα]] θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) [[γέρας]] ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων [[αὐτῷ]] [[στεφάνωμα]] κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, [[πόρε]], Λοξία (I. 7.49) [[τότε]] χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον [[νῶτον]] ὑμέτερον [[Pindar]] speaks of Aigina, [[nymph]] and [[island]] Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.
}}
{{elru
|elrutext='''κόμᾱ:''' ἁ дор. Pind. = [[κόμη]].
}}
}}

Latest revision as of 11:30, 3 September 2022

English (Slater)

κόμα (-ᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις(ι)) s. & pl., hair ἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας (O. 3.13) τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις (O. 13.39) κομᾶν πλόκαμοι (P. 4.82) γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (P. 5.31) δάφνᾳ τε χρυσέᾳ κόμας ἀναδήσαντες (P. 10.40) βελέων ὑπὸ ῥιπαῖσι κείνου φαιδίμαν γαίᾳ πεφύρσεσθαι κόμαν ἔνεπεν (N. 1.68) ἀνδησάμενός τε κόμαν ἐν πορφυρέοις ἔρνεσιν (N. 11.28) Δωρίων αὐτῷ στεφάνωμα κόμᾳ πέμπεν ἀναδεῖσθαι σελίνων (I. 2.15) ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία (I. 7.49) τότε χρύσεαι ἀέρος ἔκρυψαν κόμαι ἐπιχώριον κατάσκιον νῶτον ὑμέτερον Pindar speaks of Aigina, nymph and island Πα. . 13. ῥόδα τε κόμαισι μείγνυται fr. 75. 17.

Russian (Dvoretsky)

κόμᾱ: ἁ дор. Pind. = κόμη.