πικρόλωτος: Difference between revisions

From LSJ

εἰ γάρ κεν καὶ σμικρὸν ἐπὶ σμικρῷ καταθεῖο καὶ θαμὰ τοῦτ᾽ ἔρδοις, τάχα κεν μέγα καὶ τὸ γένοιτο → for if you add only a little to a little and do this often, soon that little will become great (Hesiod W&D, 361-362)

Source
(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pikrolotos
|Transliteration C=pikrolotos
|Beta Code=pikro/lwtos
|Beta Code=pikro/lwtos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of the bitter lotus</b>, σπέρμα Gal.14.159.</span>
|Definition=πικρόλωτον, [[of the bitter lotus]], σπέρμα Gal.14.159.
}}
{{ls
|lstext='''πικρόλωτος''': -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.
}}
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>φρ.</b> «πικρολώτου σπέρματος» — σπόρου που προέρχεται από πικρό λωτό.
}}
}}

Latest revision as of 09:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πικρόλωτος Medium diacritics: πικρόλωτος Low diacritics: πικρόλωτος Capitals: ΠΙΚΡΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: pikrólōtos Transliteration B: pikrolōtos Transliteration C: pikrolotos Beta Code: pikro/lwtos

English (LSJ)

πικρόλωτον, of the bitter lotus, σπέρμα Gal.14.159.

Greek (Liddell-Scott)

πικρόλωτος: -ον, ἐπὶ τοῦ πικροῦ λωτοῦ, πικρολώτου σπέρματος Γαλην. τ. 14, σ. 159, 13.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «πικρολώτου σπέρματος» — σπόρου που προέρχεται από πικρό λωτό.