πιμπλάνομαι: Difference between revisions

(10)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=pimplanomai
|Transliteration C=pimplanomai
|Beta Code=pimpla/nomai
|Beta Code=pimpla/nomai
|Definition=Ep. pass. form,=<b class="b3">πίμπλαμαι</b>, <span class="bibl">Il.9.679</span>.
|Definition=Ep. pass. form, = [[πίμπλαμαι]], Il.9.679.
}}
{{ls
|lstext='''πιμπλάνομαι''': Ἐπικ. παθ. [[τύπος]] τοῦ πίμπλαμαι, Ἰλ. Ι. 679.
}}
{{grml
|mltxt=Α<br /><b>βλ.</b> [[πίμπλημι]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πιμπλάνομαι:''' Επικ. αντί <i>πίμπλαμαι</i>, Παθ. του [[πίμπλημι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πιμπλάνομαι]], [epic for πίμπλαμαι, [[pass]]. of [[πίμπλημι]], Il.]
}}
}}

Latest revision as of 12:26, 25 August 2023

English (LSJ)

Ep. pass. form, = πίμπλαμαι, Il.9.679.

Greek (Liddell-Scott)

πιμπλάνομαι: Ἐπικ. παθ. τύπος τοῦ πίμπλαμαι, Ἰλ. Ι. 679.

Greek Monolingual

Α
βλ. πίμπλημι.

Greek Monotonic

πιμπλάνομαι: Επικ. αντί πίμπλαμαι, Παθ. του πίμπλημι, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

πιμπλάνομαι, [epic for πίμπλαμαι, pass. of πίμπλημι, Il.]