βορίζω: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δ' ὅλως οὐ συμφέρον βουλεύεται → Nulla umquam spectat mulier, utile quod siet → Die Frau sinnt gänzlich nicht auf das, was nützlich ist

Menander, Monostichoi, 106
(big3_9)
 
(7)
 
Line 1: Line 1:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=[[dar de comer]] Hsch.s.u. ἐβόρισεν.
|dgtxt=[[dar de comer]] Hsch.s.u. ἐβόρισεν.
}}
{{grml
|mltxt=[[βοριάς]]<br /><b>1.</b> <b>φρ.</b> «ο [[καιρός]] βορίζει» — αλλάζει και αρχίζει να φυσάει [[βόρειος]] [[άνεμος]]<br /><b>2.</b> <b>απρόσ.</b> φυσάει [[βοριάς]] και πέφτει [[χιονόνερο]].
}}
}}

Latest revision as of 07:01, 29 September 2017

Spanish (DGE)

dar de comer Hsch.s.u. ἐβόρισεν.

Greek Monolingual

βοριάς
1. φρ. «ο καιρός βορίζει» — αλλάζει και αρχίζει να φυσάει βόρειος άνεμος
2. απρόσ. φυσάει βοριάς και πέφτει χιονόνερο.