διασπαραγμός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
(big3_11) |
(9) |
||
Line 7: | Line 7: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[rasgadura]], [[desgarramiento]] τοῦ χιτῶνος Chrys.M.62.764. | |dgtxt=-οῦ, ὁ<br />[[rasgadura]], [[desgarramiento]] τοῦ χιτῶνος Chrys.M.62.764. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ο και διασπάραξη, η (Μ [[διασπαραγμός]] και διασπάραξις, -εως)<br />[[κατακρεούργηση]], κατασπάραξη. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:04, 29 September 2017
German (Pape)
[Seite 603] ὁ, das Zerfleischen, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
διασπαραγμός: ὁ, διασπάραξις, «καταξέσχισμα», Ἰωάν. Χρυσόστ. 7. 515.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
rasgadura, desgarramiento τοῦ χιτῶνος Chrys.M.62.764.
Greek Monolingual
ο και διασπάραξη, η (Μ διασπαραγμός και διασπάραξις, -εως)
κατακρεούργηση, κατασπάραξη.