luxación: Difference between revisions
From LSJ
Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist
(2) |
mNo edit summary |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ | |sltx=[[ἀνάθλασις]], [[ἀνάπλευσις]], [[ἀποπάλησις]], [[διακίνημα]], [[διάρθρημα]], [[διασπασμός]], [[διάστρεμμα]], [[διαστροφή]], [[διαφορά]], [[διαφορή]], [[ἐκβολή]], [[ἔκκλισις]], [[ἐκπαλεία]], [[ἐκπάλεια]], [[ἐκπάλησις]], [[ἐκπόρπισις]], [[ἔκπτωμα]], [[ἔκπτωσις]], [[ἐκστροφή]], [[ἔξαλσις]], [[ἐξάρθρημα]], [[ἐξάρθρησις]], [[ἔξαρθρον]], [[ἐξάρθρωμα]], [[ἐξάρθρωσις]], [[ἐξηρθρηκός]], [[ἐπιστροφίς]], [[μετακίνησις]], [[μετάστασις]], [[ὀλίσθημα]], [[ὀλίσθησις]], [[παράρθρημα]], [[παράρθρησις]], [[παρεναλλαγή]], [[προπήδησις]], [[στρέμμα]], [[τὸ ἐξηρθρηκός]], [[χάλασμα]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 14 February 2024
Spanish > Greek
ἀνάθλασις, ἀνάπλευσις, ἀποπάλησις, διακίνημα, διάρθρημα, διασπασμός, διάστρεμμα, διαστροφή, διαφορά, διαφορή, ἐκβολή, ἔκκλισις, ἐκπαλεία, ἐκπάλεια, ἐκπάλησις, ἐκπόρπισις, ἔκπτωμα, ἔκπτωσις, ἐκστροφή, ἔξαλσις, ἐξάρθρημα, ἐξάρθρησις, ἔξαρθρον, ἐξάρθρωμα, ἐξάρθρωσις, ἐξηρθρηκός, ἐπιστροφίς, μετακίνησις, μετάστασις, ὀλίσθημα, ὀλίσθησις, παράρθρημα, παράρθρησις, παρεναλλαγή, προπήδησις, στρέμμα, τὸ ἐξηρθρηκός, χάλασμα