ἔκπτωμα

From LSJ

τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ' ἡμέραν τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν → who on this day shall receive Oedipus the wanderer with scanty gifts

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκπτωμα Medium diacritics: ἔκπτωμα Low diacritics: έκπτωμα Capitals: ΕΚΠΤΩΜΑ
Transliteration A: ékptōma Transliteration B: ekptōma Transliteration C: ekptoma Beta Code: e)/kptwma

English (LSJ)

ἐκπτώματος, τό,
A dislocation, Hp.Art.28.
II collapse of a dam, PTeb.72.78 (ii B. C.).

Spanish (DGE)

ἐκπτώματος, τό
I 1medic. dislocación, luxación Hp.Off.23, Mochl.4, de la mano, Hp.Art.28, ἐκπτώματα ... ἐπὶ τῶν ἐξηρθρηκότων Gal.18(2).887.
2 caída, hundimiento περιχώματος PTeb.72.78 (II a.C.).
II fig. error, fallo βροτῶν Gr.Naz.M.37.1429A.

German (Pape)

[Seite 777] τό, das ausgefallene, ausgerenkte Glied, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκπτωμα: τό, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 796.

Greek Monolingual

ἔκπτωμα, το (Α)
1. εξάρθρωση
2. κατάρρευση αναχώματος.

Translations