συνεκτέον: Difference between revisions

(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=synekteon
|Transliteration C=synekteon
|Beta Code=sunekte/on
|Beta Code=sunekte/on
|Definition=(συνέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one must keep together</b>, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.5.70</span>.</span>
|Definition=([[συνέχω]]) [[one must keep together]], τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''7.5.70.
}}
{{elnl
|elnltext=συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.
}}
{{elru
|elrutext='''συνεκτέον:''' adj. verb. к [[συνέχω]].
}}
{{ls
|lstext='''συνεκτέον''': ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[συνέχω]], δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.
}}
{{lsm
|lsmtext='''συνεκτέον:''' ρημ. επίθ. του [[συνέχω]], αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να συγκρατεί, να τηρεί σε [[συνοχή]], σε Ξεν.
}}
}}

Latest revision as of 11:43, 25 August 2023

English (LSJ)

(συνέχω) one must keep together, τοὺς ἀγαθοὺς ἄνδρας X.Cyr.7.5.70.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνεκτέον, adj. verb. van συνέχω, er moet bij elkaar gehouden worden.

Russian (Dvoretsky)

συνεκτέον: adj. verb. к συνέχω.

Greek (Liddell-Scott)

συνεκτέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ συνέχω, δεῖ συνέχειν, συγκρατεῖν, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 70.

Greek Monotonic

συνεκτέον: ρημ. επίθ. του συνέχω, αυτό που πρέπει κάποιος να συγκρατεί, να τηρεί σε συνοχή, σε Ξεν.