χρυσόστομος: Difference between revisions

(47c)
m (LSJ1 replacement)
 
(13 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chrysostomos
|Transliteration C=chrysostomos
|Beta Code=xruso/stomos
|Beta Code=xruso/stomos
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">of golden mouth</b>, i.e. <b class="b2">dropping words of gold</b>, epith. of orators, as Dio Chrysostom, Men.Rh.p.390S., cf. Suid. s.v. [[Ιωάννης Ἀντιοχεύς]].</span>
|Definition=χρυσόστομον, [[of golden mouth]], i.e. [[dropping words of gold]], [[epithet]] of orators, as Dio Chrysostom, Men.Rh.p.390S., cf. Suid. [[sub verbo|s.v.]] [[Ιωάννης Ἀντιοχεύς]].
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσόστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό [[στόμα]], που από το [[στόμα]] του βγαίνουν χρυσά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χρυσόστομος</i><br />χριστιανικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πές τα, χρυσόστομε» — [[προτροπή]] σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χαλκό</i>-<i>στομος</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[χρυσόστομος]], -ον, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> <b>μτφ.</b> (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό [[στόμα]], που από το [[στόμα]] του βγαίνουν χρυσά [[λόγια]]<br /><b>2.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>Χρυσόστομος</i><br />χριστιανικό όνομα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «πές τα, χρυσόστομε» — [[προτροπή]] σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>στομος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[στόμα]]), [[πρβλ]]. [[χαλκόστομος]]].
}}
}}
==French==
[[à bouche d'or]], [[bouche d'or]], [[éloquent]], [[persuasif]], [[Chrysostome]]
==German==
[[Goldmund]]

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

English (LSJ)

χρυσόστομον, of golden mouth, i.e. dropping words of gold, epithet of orators, as Dio Chrysostom, Men.Rh.p.390S., cf. Suid. s.v. Ιωάννης Ἀντιοχεύς.

German (Pape)

[Seite 1382] mit goldenem Munde, aus dessen Munde goldene Reden kommen, dah. später Beiwort großer Redner, z.B. des Dio.

Greek (Liddell-Scott)

χρῡσόστομος: -ον, ὁ ἔχων στόμα χρυσοῦν, δηλ. λέγων λόγους χρυσοῦς, παρὰ τοῖς μεταγενεστέροις Ἕλλησιν ὡς ἐπίθ. ἀγαπητῶν ῥητόρων, οἷον Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου καὶ Δίωνος τοῦ Χρυσοστ. - Ἐπίθετ. χρυσοστομικός, ή, όν, Νικηφ. Χοῦμν. ἐν Ἐπιστ. 6, κλπ.

Greek Monolingual

-η, -ο / χρυσόστομος, -ον, ΝΜΑ
1. μτφ. (για ρήτ.) αυτός που έχει χρυσό στόμα, που από το στόμα του βγαίνουν χρυσά λόγια
2. (το αρσ. ως κύριο όν.) Χρυσόστομος
χριστιανικό όνομα
νεοελλ.
φρ. «πές τα, χρυσόστομε» — προτροπή σε κάποιον να συνεχίσει τα δηκτικά του σχόλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -στομος (< στόμα), πρβλ. χαλκόστομος].

French

à bouche d'or, bouche d'or, éloquent, persuasif, Chrysostome

German

Goldmund