άειλος: Difference between revisions

From LSJ

Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist

Menander, Monostichoi, 278
(1)
 
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄειλος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο [[ανήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[εἵλη]] (= η [[θερμότητα]] του ήλιου)].
|mltxt=[[ἄειλος]], -ον (Α)<br />αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο [[ανήλιος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερητ. <span style="color: red;">+</span> [[εἵλη]] (= η [[θερμότητα]] του ήλιου)].
}}
}}

Latest revision as of 21:50, 29 December 2020

Greek Monolingual

ἄειλος, -ον (Α)
αυτός που δεν θερμαίνεται από τον ήλιο, ο ανήλιος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + εἵλη (= η θερμότητα του ήλιου)].