ἄειλος
From LSJ
οὐ κύριος ὑπὲρ μέδιμνόν ἐστ' ἀνὴρ οὐδεὶς ἔτι → he is no better than a woman, no man is any longer permitted to transact business over the one-bushel limit?
English (LSJ)
ἄειλον, (εἵλη) unsunned, πεδία A.Fr.334.
Spanish (DGE)
-ον no soleado πεδία A.Fr.408.
German (Pape)
[Seite 39] nicht besonnt, Aesch. frg. B. A. 347.
Greek (Liddell-Scott)
ἄειλος: -ον, (εἵλη) = ὁ μὴ θερμαινόμενος ὑπὸ τοῦ ἡλίου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 419. «ἄειλα παιδία, ἀνήλια. εἵλη γὰρ τοῦ ἡλίου αὐγή», Ἡσύχ.