ανήλιος

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνήλιος, -ον)
αυτός που δεν τον βλέπει ο ήλιος, σκιερός, σκοτεινός.