αλαφρός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin

Menander, Monostichoi, 313
(2)
 
m (Text replacement - "<i>τα [[" to "τα [[")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ιά, -ιό<br />ο [[ελαφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἐλαφρός]]. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου (<i>τα [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i>) με [[μετακίνηση]] τών ορίων του μορφήματος (της λέξης) λόγω κακού χωρισμού: <i>τ</i>’ <i>αλαφρά</i>, από όπου αναλογικά και ο τ. [[αλαφρός]]. Από τους τύπους [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i> προήλθε αναλογικά και τ. [[λαφρός]]. Εξάλλου ο τ. [[ελαφρύς]]-‘<i>λαφρύς</i> σχηματίστηκε με αναλογική [[επίδραση]] του αντιθέτου [[βαρύς]], ο δε τ. [[αλαφριός]] προήλθε από το θηλ. <i>αλαφριά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλαφροσύνη]], [[αλαφρούτσικος]], [[αλαφρωμάρα]]. [[αλαφρωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ.</b> <i>αλαφρο</i>-].
|mltxt=-ιά, -ιό<br />ο [[ελαφρός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. επίθ. [[ἐλαφρός]]. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου (τα [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i>) με [[μετακίνηση]] τών ορίων του μορφήματος (της λέξης) λόγω κακού χωρισμού: <i>τ</i>’ <i>αλαφρά</i>, από όπου αναλογικά και ο τ. [[αλαφρός]]. Από τους τύπους [[ελαφρά]]-<i>τα</i> ‘<i>λαφρά</i> προήλθε αναλογικά και τ. [[λαφρός]]. Εξάλλου ο τ. [[ελαφρύς]]-‘<i>λαφρύς</i> σχηματίστηκε με αναλογική [[επίδραση]] του αντιθέτου [[βαρύς]], ο δε τ. [[αλαφριός]] προήλθε από το θηλ. <i>αλαφριά</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αλαφροσύνη]], [[αλαφρούτσικος]], [[αλαφρωμάρα]]. [[αλαφρωπός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>βλ.</b> <i>αλαφρο</i>-].
}}
}}

Revision as of 11:30, 14 January 2019

Greek Monolingual

-ιά, -ιό
ο ελαφρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. επίθ. ἐλαφρός. Το επίθ. προήλθε από τον πληθ. του ουδετέρου (τα ελαφρά-ταλαφρά) με μετακίνηση τών ορίων του μορφήματος (της λέξης) λόγω κακού χωρισμού: ταλαφρά, από όπου αναλογικά και ο τ. αλαφρός. Από τους τύπους ελαφρά-ταλαφρά προήλθε αναλογικά και τ. λαφρός. Εξάλλου ο τ. ελαφρύς-‘λαφρύς σχηματίστηκε με αναλογική επίδραση του αντιθέτου βαρύς, ο δε τ. αλαφριός προήλθε από το θηλ. αλαφριά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλαφροσύνη, αλαφρούτσικος, αλαφρωμάρα. αλαφρωπός.
ΣΥΝΘ. βλ. αλαφρο-].