αλαφροσύνη
From LSJ
κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils
Greek Monolingual
η αλαφρός
1. έλλειψη μεγάλου βάρους, ελαφρότητα
2. αμεριμνησία, ευθυμία
3. επιπολαιότητα, ανοησία
4. αλάφρωμα, βελτίωση στην κατάσταση ενός αρρώστου.