ἄστιβος: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμα → blood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
(6)
(3)
Line 7: Line 7:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄστιβος]], -ον (Α)<br />ο [[αστιβής]].
|mltxt=[[ἄστιβος]], -ον (Α)<br />ο [[αστιβής]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἄστῐβος:''' -ον, = το προηγ., σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 21:44, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 376] dasselbe, ἐρημαία ἠϊών Ant. Sid. 78 (VII, 745).

Spanish (DGE)

(ἄστῐβος) -ον
no hollado, no pisado ἠϊών AP 7.745 (Antip.Sid.), cf. Hsch.

Greek Monolingual

ἄστιβος, -ον (Α)
ο αστιβής.

Greek Monotonic

ἄστῐβος: -ον, = το προηγ., σε Ανθ.