αμαλλοδετήρ: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies
(3) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀμαλλοδετήρ]] (-ῆρος), ο (Α)<br />αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια.<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=[[ἀμαλλοδετήρ]] (-ῆρος), ο (Α)<br />αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἄμαλλα]] «[[δεμάτι]] από θερισμένα στάχυα» <span style="color: red;">+</span> -<i>δετήρ</i> <span style="color: red;"><</span> <i>δῶ</i> (-<i>έω</i>) «[[δένω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 23:20, 29 December 2020
Greek Monolingual
ἀμαλλοδετήρ (-ῆρος), ο (Α)
αυτός που δένει τα στάχυα σε δεμάτια.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄμαλλα «δεμάτι από θερισμένα στάχυα» + -δετήρ < δῶ (-έω) «δένω»].