αυλητής: Difference between revisions
From LSJ
ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → love your neighbor as yourself, thou shalt love thy neighbour as thyself, love thy neighbour as thyself
(7) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-[[ίδος]]], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]]. | |mltxt=[[αυλητής]], ο (θηλ. [[αυλητρίδα]], η) (Α [[αὐλητής]] και [[αὐλητήρ]], θηλ. [[αὐλήτρια]] και [[αὐλητρίς]], [-[[ίδος]]], η) [[αυλός]]<br /><b>1.</b> αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό<br /><b>2.</b> «αὐλητὴς ὑπονόμων» — [[υγειονομικός]] [[μηχανικός]]. | ||
}} | }} |