αὐλήτρια

From LSJ

ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐλήτρια Medium diacritics: αὐλήτρια Low diacritics: αυλήτρια Capitals: ΑΥΛΗΤΡΙΑ
Transliteration A: aulḗtria Transliteration B: aulētria Transliteration C: avlitria Beta Code: au)lh/tria

English (LSJ)

ἡ, = αὐλητρίς, D.L.7.62.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ mujer flautista D.L.7.62, Arc.95.15.

Greek Monolingual

αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός
1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό
2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.

Greek (Liddell-Scott)

αὐλήτρια: ἡ, αὐλητρίς, Διογ. Λ. 7. 62.

Russian (Dvoretsky)

αὐλήτρια: ἡ Diog. L. = αὐλητρίς.

German (Pape)

ἡ, die Flötenbläserin, Diog.L. 7.62.