ἀχόρευτος: Difference between revisions

3
(7)
(3)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχόρευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει χορέψει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ασκηθεί στον χορό<br /><b>2.</b> όποιος δεν μετέχει σε χορό ή δεν συνοδεύεται από χορό, [[θλιβερός]].
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀχόρευτος]], -ον)<br />αυτός που δεν έχει χορέψει<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν έχει ασκηθεί στον χορό<br /><b>2.</b> όποιος δεν μετέχει σε χορό ή δεν συνοδεύεται από χορό, [[θλιβερός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀχόρευτος:''' -ον, αυτός που δεν ακολουθεί το χορό, [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}