Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀχόρευτος: Difference between revisions

From LSJ
1b
(3)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀχόρευτος:''' -ον, αυτός που δεν ακολουθεί το χορό, [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''ἀχόρευτος:''' -ον, αυτός που δεν ακολουθεί το χορό, [[λυπημένος]], [[μελαγχολικός]], σε Σοφ., Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀχόρευτος:''' <b class="num">1)</b> не сопровождаемый пляской, безрадостный (ὀνείδη Soph.; ἆται Eur.);<br /><b class="num">2)</b> не умеющий танцевать, чуждый плясок (ὁ [[ἀπαίδευτος]] ἀ. Plat.).
}}
}}